χρεωστάσιο

χρεωστάσιο
και χρεοστάσιο, το, Ν
(νομ.-οικον.) η με νόμο αναστολή τής πληρωμής χρεών ή τής ποινικής δίωξης για χρέη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + -στάσιο*. Η λ., στον λόγιο τ. χρεωστάσιον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… …   Dictionary of Greek

  • χρεοστάσιο — το, Ν βλ. χρεωστάσιο …   Dictionary of Greek

  • Τρικούπης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας, που καταγόταν από το Μεσολόγγι και η οποία διέπρεψε στα γράμματα και στην πολιτική. Τα σπουδαιότερα μέλη της είναι: 1. Ιωάννης (; – 1824). Πρόκριτος του Μεσολογγίου και Φιλικός. Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”